- ζόφος
- ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, -εος, τό)1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής»)μσν.ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημααρχ.1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ' ἄπειμι γῆς ὑπὸ ζόφον κάτω», Αισχύλ.)2. το σκοτεινό μέρος τού ορίζοντα, η δύση3. φρ. α) «λαγχάνω ζόφον» — παίρνω με κλήρο τα βασίλεια τού Άδη («Ἀίδης δ' ἔλαχε ζόφον ἠερόεντα», Ομ. Ιλ.)β) «χειμέριος ζόφος» — το σκοτάδι, η σκοτεινότητα τού χειμώναγ) «ποτὶ ζόφον», «πρὸς ζόφον» — προς δυσμάς, δυτικά (σε αντίθεση με το «πρὸς ἠώ τ' ἠέλιόν τε» — προς ανατολάς, ανατολικά).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ζέφυρος* αλλά και με το δνόφος*«σκοτάδι».ΠΑΡ. ζοφερός, ζοφώ, ζοφώδης, ζόφωσηαρχ.ζόφεος, ζόφιος, ζοφόειςμσν.ζόφωμανεοελλ.ζοφός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ζοφηφορία, ζοφοδορπίδας, ζοφοείδελος, ζοφομηνία, ζοφόπνοιααρχ.-μσν.ζοφοειδήςμσν.ζοφοφθόροςνεοελλ.ζοφόμυια(Β' συνθετικό) μελαν(ό)ζοφος].
Dictionary of Greek. 2013.